- επέχω
- (AM ἐπέχω)επιφυλάσσομαι, δεν εκφράζω οριστική άποψημσν.- νεοελλ.φρ. «επέχω θέση, τόπο» — έχω ίση αξία, αντικαθιστώαρχ.-μσν.1. κρατώ, βαστώ κάτι2. συγκρατώ, εμποδίζω («οὐκ ἐφέξετε στόμα;», Ευρ.)3. συγκρατούμαι («ἀλλ' ἐπίσχες» — στάσου)μσν.έχω μέσα μουαρχ.1. έχω ή κρατώ κάτι κάπου («θρῆνυν τῷ κεν ἐπισχοίης λιπαροὺς πόδας» — σκαμνί στο οποίο θα μπορείς να τοποθετήσεις τα πόδια σου, Ομ. Ιλ.)2. (για έγγραφο) περιέχω, περιλαμβάνω3. εξαπλώνω («τὴν πλεκτάνην ἐπέχων», Αριστοτ.)4. καλύπτω, σκεπάζω («ἐπέσχε τῇ χειρὶ τὸ στόμα», Πλούτ.)5. δίνω, προσφέρω («οἶνον ἐπισχών», Ομ. Ιλ.)6. προσφέρω χρηματικό ποσό7. αναθέτω ένα έργο σε κάποιον8. διευθύνω, κατευθύνω («ἄλλῳ δ' ἐπεῑχε τόξα», Ευρ.)9. προσβλέπω («ὁ δὲ ἐπεῑχεν αὐτοῑς προσδοκῶν τι παρ' αὐτῶν λαβεῑν», ΚΔ)10. προσέχω («ἔπεχε σεαυτῷ καὶ τῇ διδασκαλίᾳ», ΚΔ)11. αποβλέπω σε κάτι («οἱ ταῑς ἀρχαῑς ἐπέχοντες», Αριστοφ.)12. υπονοώ13. έχω στον νου μου, σκοπεύω («τῷ δή τι καὶ ἐπεῑχε ἐλλάμψεσθαι ὁ Λυδός», Ηρόδ.)14. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («ἀλλήλοις ἐπέχοντες», Ησίοδ.)15. κατευθύνομαι16. πλησιάζω17. φέρομαι εχθρικά σε κάποιον («τί μοι ὧδ' ἐπέχεις κεκοτηότι θυμῷ;», Ομ. Οδ.)18. (για στρατό) αντιμετωπίζω τον αντίπαλο παραταγμένος για μάχη19. αναστέλλω, διακόπτω (ιδίως διαπραγματεύσεις) («ἐπισχεῑν ἐδεῑτό μου τὴν δίαιταν», Δημοσθ.)20. αναστέλλω πληρωμή21. εμποδίζω, σταματώ κάποιον (α. «ἐπίσχες τοῡ τόκου», Αριστοφ.β. «καὶ σε μήτε νὺξ μήθ' ἡμέρα ἐπισχέτω ὥστε ἀνεῑναι», Θουκ.)22. απρόσ. ἐπέχειυπάρχει εμπόδιο, κώλυμα23. μένω σε απόσταση, δεν επιχειρώ («Ἀντίνοος δ' ἔτ' ἐπεῑχε», Ομ. Οδ.)24. χρονοτριβώ («ἐπίσχες ἕως ἄν σκέψωμαι», Πλάτ.)25. σταματώ, παύω («τούτου μὲν ἐπέσχεν», Θουκ.)26. μέσ. ἐπέχομαικρατώ επιφυλακτική στάση27. καταλαμβάνω έκταση, εκτείνομαι («γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.)28. έχω στην εξουσία μου, καταλαμβάνω («Βοττικὴν καὶ Μακεδονίαν ἅμα ἐπέχων ἔφθειρε», Θουκ.)29. (για πράγμ.) κατέχω, απασχολώ («τὴν πόλιν ἐπεῑχε κλαυθμός», Πλούτ.)30. επικρατώ («ἤν μὴ λαμπρὸς ἄνεμος ἐπέχη», Ηρόδ.)31. εξακολουθώ, συνεχίζω («ὁ δ' ἤδη τὴν θύραν ἐπεῑχε κρούων», Αριστοφ.)32. επέρχομαι («ἤν ἥ τε νὺξ ἐπίσχη», Πλούτ.)33. μέσ. συναντώ34. φρ. α) «ἐπέχω ἐμαυτόν τινι» — φροντίζω, περιποιούμαι κάποιονβ) «ἐπέχω τὴν γνώμην τινὶ ή τὴν διάνοιαν ἐπί τινι» — έχω τον νου μου.
Dictionary of Greek. 2013.